- ἐγκεντρίδα
- ἐγκεντρίςstingfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκεντρίδα — η (Α ἐγκεντρίς) (για άλογα) ο πτερνιστήρας, σπιρούνι νεοελλ. γεωργικό εργαλείο που χρησιμεύει στο μπόλιασμα τών φυτών αρχ. 1. το κεντρί τών εντόμων 2. βούκεντρο 3. είδος γραφίδας που κατέληγε σε αιχμηρή άκρη 4. κομμάτι σίδερο με μυτερή άκρη που… … Dictionary of Greek